累
累 ελληνικός ορισμός
lèi
- κουρασμένος
lèi
- κουρασμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 累
-
我累了,想休息。
Wǒ lèile, xiǎng xiūxí. -
太累了,让我休息一下。
Tài lèile, ràng wǒ xiūxí yīxià. -
他在工作中积累了丰富的经验。
Tā zài gōngzuò zhōng jīlěile fēngfù de jīngyàn. -
经过多年的积累,他的语言水平有了很大提高。
Jīngguò duōnián de jīlěi, tā de yǔyán shuǐpíng yǒule hěn dà tígāo. -
他在工作中积累了很多经验。
Tā zài gōngzuò zhōng jīlěile hěnduō jīngyàn.
Λέξεις που περιέχουν 累, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
累 (lèi): κουρασμένος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 积累 (jī lěi) : συσσώρευση