累 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

累 ελληνικός ορισμός

lèi

  • κουρασμένος

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : δάκρυα
  • : Japanese variant of 淚|泪[lei4];
  • : roll stone down hill; stone pile;
  • : τάξη
  • : rib; Taiwan pr. [le4];
  • : pour out libation; sprinkle;
  • : flaw; knot;

Παραδείγματα ποινών με 累

  • 我累了,想休息。
    Wǒ lèile, xiǎng xiūxí.
  • 太累了,让我休息一下。
    Tài lèile, ràng wǒ xiūxí yīxià.
  • 他在工作中积累了丰富的经验。
    Tā zài gōngzuò zhōng jīlěile fēngfù de jīngyàn.
  • 经过多年的积累,他的语言水平有了很大提高。
    Jīngguò duōnián de jīlěi, tā de yǔyán shuǐpíng yǒule hěn dà tígāo.
  • 他在工作中积累了很多经验。
    Tā zài gōngzuò zhōng jīlěile hěnduō jīngyàn.

Λέξεις που περιέχουν 累, ανά επίπεδο HSK