润
潤
润 ελληνικός ορισμός
rùn
- τρέξιμο
rùn
- τρέξιμο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 润, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 利润 (lì rùn) : κέρδος
- 湿润 (shī rùn) : υγρός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 滋润 (zī rùn ) : ενυδάτωση