利润 έννοια και προφορά

利润
Απλοποιημένη λέξη
利潤
Παραδοσιακή λέξη

利润 ελληνικός ορισμός

lì rùn

  • κέρδος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): κέρδος
  • (rùn): τρέξιμο