涮
涮 ελληνικός ορισμός
shuàn
- ξέπλυμα
shuàn
- ξέπλυμα
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 涮, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 涮火锅 (shuàn huǒ guō) : σαμπού σαμπού