焖 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

焖 ελληνικός ορισμός

mèn

  • to cook in a covered vessel
  • to casserole
  • to stew

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά