闷
悶
闷 ελληνικός ορισμός
mèn
- αποπληκτικός
mèn
- αποπληκτικός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 闷, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 沉闷 (chén mèn) : αμβλύς
- 纳闷儿 (nà mèn r) : αναρωτιέμαι