牝 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

牝 ελληνικός ορισμός

pìn

  • (of a bird, animal or plant) female
  • keyhole
  • valley

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : ενοικίαση