聘
聘 ελληνικός ορισμός
pìn
- ενοικίαση
pìn
- ενοικίαση
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 牝 : (of a bird, animal or plant) female; keyhole; valley;
Παραδείγματα ποινών με 聘
-
他很优秀,不过不符合公司的招聘条件。
Tā hěn yōuxiù, bùguò bu fúhé gōngsī de zhāopìn tiáojiàn. -
她很符合我们的招聘条件。
Tā hěn fúhé wǒmen de zhāopìn tiáojiàn. -
网站上有很多招聘信息。
Wǎngzhàn shàng yǒu hěnduō zhāopìn xìnxī. -
他应聘到这所大学教书。
Tā yìngpìn dào zhè suǒ dàxué jiāoshū.
Λέξεις που περιέχουν 聘, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 应聘 (yìng pìn) : αίτηση για
- 招聘 (zhāo pìn) : προσληψη