牟 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

牟 ελληνικός ορισμός

móu

  • barley
  • to moo
  • to seek or obtain
  • old variant of 侔[mou2]
  • old variant of 眸[mou2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά