眸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

眸 ελληνικός ορισμός

móu

  • pupil (of the eye)
  • eye

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : similar; comparable; equal;
  • : barley; to moo; to seek or obtain; old variant of 侔[mou2]; old variant of 眸[mou2];
  • : marine crab;
  • : ψάχνω
  • : spear;
  • : iron pot; metal cap;
  • : barley;