牣 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

牣 ελληνικός ορισμός

rèn

  • fill up
  • to stuff

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (measure);
  • : ρεν
  • : edge of blade;
  • : pregnant; pregnancy;
  • : to weave; to lay warp for weaving; variant of 紝|纴[ren4], silk thread for weaving;
  • : to string; to thread (needle);
  • : to weave; to lay warp for weaving; silk thread for weaving; variant of 紉|纫, to sew; to stitch; thread;
  • : (literary) overlapping part of Chinese gown; lapel; sleeping mat;
  • : αναγνωρίζω
  • : (literary) slow in speech;
  • : brake;
  • : σκληρός
  • : μαγείρεμα
  • : hoopoe;
  • 𦍌 : 耴