认 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

认 ελληνικός ορισμός

rèn

  • αναγνωρίζω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (measure);
  • : ρεν
  • : edge of blade;
  • : pregnant; pregnancy;
  • : fill up; to stuff;
  • : to weave; to lay warp for weaving; variant of 紝|纴[ren4], silk thread for weaving;
  • : to string; to thread (needle);
  • : to weave; to lay warp for weaving; silk thread for weaving; variant of 紉|纫, to sew; to stitch; thread;
  • : (literary) overlapping part of Chinese gown; lapel; sleeping mat;
  • : (literary) slow in speech;
  • : brake;
  • : σκληρός
  • : μαγείρεμα
  • : hoopoe;
  • 𦍌 : 耴

Παραδείγματα ποινών με 认

  • 认识你我很高兴!
    Rènshí nǐ wǒ hěn gāoxìng!
  • 认识你很高兴。
    Rènshí nǐ hěn gāoxìng.
  • 我认识她的妈妈。
    Wǒ rènshí tā de māmā.
  • 这个字你认识吗?
    Zhège zì nǐ rènshí ma?
  • 我不认识那个男人。
    Wǒ bù rènshí nàgè nánrén.

Λέξεις που περιέχουν 认, ανά επίπεδο HSK