狼
狼 ελληνικός ορισμός
láng
- λύκος
láng
- λύκος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 狼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 狼狈 (láng bèi) : αμήχανος
- 狼吞虎咽 (láng tūn hǔ yàn ) : λύκος