狈
狽
狈 ελληνικός ορισμός
bèi
- αδέξιος
bèi
- αδέξιος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 狈, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 狼狈 (láng bèi) : αμήχανος