琀
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            琀 ελληνικός ορισμός
        
            hán
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - γιν
hán
- γιν
