琏 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

琏 ελληνικός ορισμός

liǎn

  • vessel used for grain offerings
  • also pr. [lian2]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to transport; to remove to take;
  • : to hold back; to restrain; to control (oneself); to collect; Taiwan pr. [lian4];
  • : πρόσωπο
  • : trailing plant; liana; creeper; wild vine (Gynostemma pentaphyllum or Vitis pentaphylla);
  • : place name;