脸
臉
脸 ελληνικός ορισμός
liǎn
- πρόσωπο
liǎn
- πρόσωπο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 脸
-
我从他的脸上,没看出他难过来。
Wǒ cóng tā de liǎn shàng, méi kàn chū tā nánguò lái. -
女儿的脸圆圆的,很可爱。
Nǚ'ér de liǎn yuán yuán de, hěn kě'ài.
Λέξεις που περιέχουν 脸, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
脸 (liǎn): πρόσωπο
-