脸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

脸 ελληνικός ορισμός

liǎn

  • πρόσωπο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to transport; to remove to take;
  • : to hold back; to restrain; to control (oneself); to collect; Taiwan pr. [lian4];
  • : vessel used for grain offerings; also pr. [lian2];
  • : trailing plant; liana; creeper; wild vine (Gynostemma pentaphyllum or Vitis pentaphylla);
  • : place name;

Παραδείγματα ποινών με 脸

  • 我从他的脸上,没看出他难过来。
    Wǒ cóng tā de liǎn shàng, méi kàn chū tā nánguò lái.
  • 女儿的脸圆圆的,很可爱。
    Nǚ'ér de liǎn yuán yuán de, hěn kě'ài.

Λέξεις που περιέχουν 脸, ανά επίπεδο HSK