痧 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

痧 ελληνικός ορισμός

shā

  • cholera

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : φρένο
  • : σκοτώνω
  • : Zanthoxylum ailanthoides;
  • : kill
  • : άμμος
  • : to terminate; to cut short; to squeeze; to tighten; to reduce; extremely;
  • : sand; gravel; granule;
  • : cotton yarn; muslin;
  • : katydid (family Tettigoniidae); phonetic 'sha' used in transliteration;
  • : Buddhist monk's robe;
  • : spear; to cripple (literary);
  • : shark family, including some rays and skates;
  • : shark;