刹
剎
刹 ελληνικός ορισμός
shā
- φρένο
shā
- φρένο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 杀 : σκοτώνω
- 樧 : Zanthoxylum ailanthoides;
- 殺 : kill
- 沙 : άμμος
- 煞 : to terminate; to cut short; to squeeze; to tighten; to reduce; extremely;
- 痧 : cholera;
- 砂 : sand; gravel; granule;
- 纱 : cotton yarn; muslin;
- 莎 : katydid (family Tettigoniidae); phonetic 'sha' used in transliteration;
- 裟 : Buddhist monk's robe;
- 铩 : spear; to cripple (literary);
- 魦 : shark family, including some rays and skates;
- 鲨 : shark;
Λέξεις που περιέχουν 刹, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 刹那 (chà nà) : στιγμή
- 刹车 (shā chē) : φρένο