白 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

白 ελληνικός ορισμός

bái

  • άσπρο

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 白

  • 雪是白的。
    Xuě shì bái de.
  • 我很爱穿那件白衣服。
    Wǒ hěn ài chuān nà jiàn bái yīfú.
  • 经过你这么一说,我终于明白了。
    Jīngguò nǐ zhème yī shuō, wǒ zhōngyú míngbáile.
  • 这个问题我想了很久才明白。
    Zhège wèntí wǒ xiǎngle hěnjiǔ cái míngbái.
  • 我明白你的意思了。
    Wǒ míngbái nǐ de yìsile.

Λέξεις που περιέχουν 白, ανά επίπεδο HSK