瞢 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

瞢 ελληνικός ορισμός

méng

  • eyesight obscured
  • to feel ashamed

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 洰
  • : cover;
  • : twilight before dawn;
  • : deceive; indistinct;
  • : lemon;
  • : rafters supporting tiles; ridge of a roof;
  • : σύνδεσμος
  • : (mineral);
  • : ancient warship; see 艨艟, ancient leatherclad warship;
  • : Fritillaria verticillata;
  • : χαριτωμένος
  • : μογγόλος
  • : horsefly; gadfly;
  • : tropic bird;