蒙
蒙 ελληνικός ορισμός
méng
- μογγόλος
méng
- μογγόλος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 冡 : 洰
- 幪 : cover;
- 曚 : twilight before dawn;
- 朦 : deceive; indistinct;
- 檬 : lemon;
- 甍 : rafters supporting tiles; ridge of a roof;
- 盟 : σύνδεσμος
- 瞢 : eyesight obscured; to feel ashamed;
- 礞 : (mineral);
- 艨 : ancient warship; see 艨艟, ancient leatherclad warship;
- 莔 : Fritillaria verticillata;
- 萌 : χαριτωμένος
- 虻 : horsefly; gadfly;
- 鹲 : tropic bird;
Λέξεις που περιέχουν 蒙, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 启蒙 (qǐ méng ) : διαφώτιση