瞥 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

瞥 ελληνικός ορισμός

piē

  • to shoot a glance
  • glance
  • to appear in a flash

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αποβουτύρωση
  • : protium 1H; light hydrogen, the most common isotope of hydrogen, having no neutron, so atomic weight 1;