矉 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

矉 ελληνικός ορισμός

pín

  • to glare angrily
  • to open the eyes with anger
  • variant of 顰|颦, to scowl
  • to knit the brows

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά