碰
碰 ελληνικός ορισμός
pèng
- χτύπημα
pèng
- χτύπημα
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 碰, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
碰 (pèng ): χτύπημα
-