披
披 ελληνικός ορισμός
pī
- phi
pī
- phi
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 丕 : grand;
- 伾 : multitudinous; powerful;
- 劈 : άμαξα προς μίσθωση
- 噼 : child's buttocks (esp. Cantonese); see 噼啪|劈啪, (onom.) for crack, slap, clap, clatter etc;
- 坯 : blank (e.g. for a coin); unburnt earthenware; semifinished product;
- 批 : σύνολο παραγωγής
- 狉 : puppy badger;
- 狓 : ferocious;
- 砒 : arsenic;
- 秠 : (millet);
- 纰 : error; carelessness; spoiled silk;
- 錍 : flat arrow-head; plow blade; also pr. [pi2];
- 霹 : clap of thunder;
- 駓 : (horse);
- 鴄 : wild duck;
Λέξεις που περιέχουν 披, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
披 (pī): phi
-