礅
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            礅 ελληνικός ορισμός
        
            dūn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - πέτρα
dūn
- πέτρα
