蹲
蹲 ελληνικός ορισμός
dūn
- κοντόχονδρος
dūn
- κοντόχονδρος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 蹲, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
蹲 (dūn): κοντόχονδρος
-