祚 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

祚 ελληνικός ορισμός

zuò

  • blessing
  • the throne

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : φτιαχνω, κανω
  • : κάνω
  • : azole (chemistry);
  • : καθίστε
  • : name of a mountain in Shandong;
  • : έδρα
  • : ashamed;
  • : oak; Quercus serrata;
  • : to grant or bestow; sacrificial flesh offered to the gods (old); blessing; title of a sovereign (old);
  • : straw cushion; pillow;
  • : toast to host by guest;
  • : steps leading to the eastern door;