作
作 ελληνικός ορισμός
zuò
- φτιαχνω, κανω
zuò
- φτιαχνω, κανω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 做 : κάνω
- 唑 : azole (chemistry);
- 坐 : καθίστε
- 岝 : name of a mountain in Shandong;
- 座 : έδρα
- 怍 : ashamed;
- 柞 : oak; Quercus serrata;
- 祚 : blessing; the throne;
- 胙 : to grant or bestow; sacrificial flesh offered to the gods (old); blessing; title of a sovereign (old);
- 葄 : straw cushion; pillow;
- 酢 : toast to host by guest;
- 阼 : steps leading to the eastern door;
Παραδείγματα ποινών με 作
-
今天我的朋友不能工作,他在医院!
jīntiān wǒ de péngyǒu bùnéng gōngzuò, tā zài yīyuàn! -
我很喜欢现在的工作。
Wǒ hěn xǐhuān xiànzài de gōngzuò. -
我在医院工作。
Wǒ zài yīyuàn gōngzuò. -
你是做什么工作的?
Nǐ shì zuò shénme gōngzuò de? -
我在机场工作了三年了。
Wǒ zài jīchǎng gōngzuòle sān niánle.
Λέξεις που περιέχουν 作, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 1
- 工作 (gōng zuò) : θέσεις εργασίας
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 作业 (zuò yè) : λειτουργία
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 动作 (dòng zuò) : δράση
- 作家 (zuò jiā ) : συγγραφέας
- 作用 (zuò yòng) : αποτέλεσμα
- 作者 (zuò zhě) : συντάκτης
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 合作 (hé zuò) : συνεργασία
- 写作 (xiě zuò) : γραφή
- 制作 (zhì zuò) : φτιαχνω, κανω
- 作品 (zuò pǐn) : έργα
- 作为 (zuò wéi) : οπως και
- 作文 (zuò wén) : σύνθεση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 操作 (cāo zuò) : λειτουργικός
- 创作 (chuàng zuò) : δημιουργία
- 著作 (zhù zuò) : βιβλίο
- 作弊 (zuò bì) : απάτη
- 作废 (zuò fèi) : κενός
- 作风 (zuò fēng) : στυλ
- 作息 (zuò xī) : υπόλοιπο