穷
窮
穷 ελληνικός ορισμός
qióng
- φτωχός
qióng
- φτωχός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 卭 : 𢿐
- 琼 : jasper; fine jade; beautiful; exquisite (e.g. wine, food); abbr. for Hainan province;
- 睘 : 尞
- 瞏 : gaze in terror; lonely;
- 穹 : vault; dome; the sky;
- 笻 : note: song screen font is wrong. should be;
- 筇 : species of bamboo;
- 茕 : alone; desolate;
- 蛩 : anxious; grasshopper; a cricket;
- 跫 : sound of footsteps;
- 邛 : mound; place name;
Παραδείγματα ποινών με 穷
-
这位老人虽然很穷,但是生活得很快乐。
Zhè wèi lǎorén suīrán hěn qióng, dànshì shēnghuó dé hěn kuàilè.
Λέξεις που περιέχουν 穷, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
穷 (qióng): φτωχός
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 层出不穷 (céng chū bù qióng) : ατελείωτες
- 无穷无尽 (wú qióng wú jìn) : ατελείωτες