层出不穷 έννοια και προφορά

层出不穷
Απλοποιημένη λέξη
層出不窮
Παραδοσιακή λέξη

层出不穷 ελληνικός ορισμός

céng chū bù qióng

  • ατελείωτες

HSK level


Χαρακτήρες

  • (céng): πάτωμα
  • (chū): εξω
  • (bù): μην
  • (qióng): φτωχός