緑 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

緑 ελληνικός ορισμός

lu:4

  • Japanese variant of 綠|绿

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to rise sharply; to tower;
  • : chlorine (chemistry);
  • : sacrificial flesh;
  • : Humulus japonicus;
  • : polishing tool;