续 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

续 ελληνικός ορισμός

  • συνεχίζεται

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : still; silent;
  • : exhort; stimulate;
  • : exhort; stimulate;
  • : διηγούμαι
  • : earthern goblet stand also known as 反坫[fan3 dian4] (old); old variant of 序;
  • 婿 : son-in-law; husband;
  • : αλληλουχία
  • : anxiety; sympathy; to sympathize; to give relief; to compensate;
  • : to foster; to bear;
  • : dawn; rising sun;
  • : 𣏟
  • : damage egg so it does not hatch;
  • : to ditch; a moat;
  • : name of a river;
  • : balmy; nicely warm; cozy; Taiwan pr. [xu3];
  • : cotton wadding; fig. padding; long-winded;
  • : Japanese variant of 續|续;
  • : νήμα
  • : Scirpis maritimus; small chestnut;
  • : συσσωρεύω
  • : clover; lucerne; Taiwan pr. [su4];
  • : beautiful;
  • : Alisma plantago;
  • : to beguile with false stories;
  • : μεθυσμένος
  • : grieved; anxious;
  • : beguile; suddenly;
  • : Hypophthalmichthys moritrix;

Παραδείγματα ποινών με 续

  • 他表示愿意继续在公司工作。
    Tā biǎoshì yuànyì jìxù zài gōngsī gōngzuò.
  • 老师鼓励我继续努力,不要放弃。
    Lǎoshī gǔlì wǒ jìxù nǔlì, bùyào fàngqì.
  • 请大家休息一会儿,十分钟后继续上课。
    Qǐng dàjiā xiūxí yīhuǐ'er, shífēnzhōng hòu jìxù shàngkè.

Λέξεις που περιέχουν 续, ανά επίπεδο HSK