耕
耕 ελληνικός ορισμός
gēng
- αροτρο
gēng
- αροτρο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 耕, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 耕地 (gēng dì) : καλλιεργήσιμη γη