耕地 έννοια και προφορά

耕地
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

耕地 ελληνικός ορισμός

gēng dì

  • καλλιεργήσιμη γη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gēng): αροτρο
  • (de): εδαφος