胖 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

胖 ελληνικός ορισμός

pàng

  • λίπος

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 胖

  • 这个月我胖了五斤多。
    Zhège yuè wǒ pàngle wǔ jīn duō.

Λέξεις που περιέχουν 胖, ανά επίπεδο HSK