胖
胖 ελληνικός ορισμός
pàng
- λίπος
pàng
- λίπος
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 胖
-
这个月我胖了五斤多。
Zhège yuè wǒ pàngle wǔ jīn duō.
Λέξεις που περιέχουν 胖, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
胖 (pàng): λίπος
-