啤
啤 ελληνικός ορισμός
pí
- μπύρα
pí
- μπύρα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 埤 : low wall;
- 毗 : to adjoin; to border on;
- 疲 : κουρασμένος
- 皮 : δέρμα
- 笓 : to comb; fine-toothed comb; trap for prawns;
- 罴 : brown bear;
- 脾 : σπλήνα
- 芘 : Malva sylvestris;
- 蚽 : a kind of insect (old);
- 蜱 : tick (zoology);
- 郫 : place name;
- 铍 : beryllium (chemistry);
- 阰 : mountain in ancient Chu;
- 陴 : parapet;
- 鼙 : drum carried on horseback;
- 𣬉 : 㐌
Παραδείγματα ποινών με 啤
-
你还是吃点儿水果吧,别喝啤酒了。
Nǐ háishì chī diǎn er shuǐguǒ ba, bié hē píjiǔle. -
爸爸爱喝啤酒。
Bàba ài hē píjiǔ.
Λέξεις που περιέχουν 啤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 啤酒 (pí jiǔ) : μπύρα