膨
膨 ελληνικός ορισμός
péng
- προεξοχή
péng
- προεξοχή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 堋 : target in archery;
- 彭 : Peng
- 朋 : οι φιλοι
- 棚 : shed; canopy; shack;
- 淜 : roar of dashing waves;
- 澎 : sound of waves;
- 痭 : menorrhagia;
- 硼 : boron (chemistry);
- 篷 : θόλος
- 芃 : luxuriant growth;
- 蓬 : πενγκ
- 蟛 : (land-crab); grapsus sp.;
- 輣 : war chariot (archaic);
- 鬅 : disheveled;
- 鹏 : Peng, large fabulous bird; roc;
Λέξεις που περιέχουν 膨, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 通货膨胀 (tōng huò péng zhàng) : πληθωρισμός