通货膨胀 έννοια και προφορά

通货膨胀
Απλοποιημένη λέξη
通貨膨脹
Παραδοσιακή λέξη

通货膨胀 ελληνικός ορισμός

tōng huò péng zhàng

  • πληθωρισμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tōng): διά μέσου
  • (huò): εμπορεύματα
  • (péng): προεξοχή
  • (zhàng): προεξοχή