苔 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

苔 ελληνικός ορισμός

tāi

  • coating (of tongue)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : tie; necktie; tire (Cantonese);
  • : εμβρυακός