胎
胎 ελληνικός ορισμός
tāi
- εμβρυακός
tāi
- εμβρυακός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 胎, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 轮胎 (lún tāi) : ελαστικά
- 双胞胎 (shuāng bāo tāi) : δίδυμο