草
草 ελληνικός ορισμός
cǎo
- γρασίδι
cǎo
- γρασίδι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 草
-
春天来了,小草绿了。
Chūntiān láile, xiǎo cǎolǜle. -
春天来了,树和草都绿了。
Chūntiān láile, shù hé cǎo dōu lǜle.
Λέξεις που περιέχουν 草, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
草 (cǎo): γρασίδι
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 草案 (cǎo àn) : προσχέδιο
- 草率 (cǎo shuài) : βιαστικός
- 起草 (qǐ cǎo) : σύνταξη