荑 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

荑 ελληνικός ορισμός

(grass)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : old stone or mineral, possibly related to antimony Sb 銻|锑[ti1];
  • : to cry; to weep aloud; to crow; to hoot;
  • : used as phonetic; female name;
  • : αναφέρω
  • : well-being;
  • : grass; tares;
  • : coarse greenish black pongee;
  • : orange-red silk; orange-red colored;
  • : hoof; pig's trotters;
  • : essential oil of butter;
  • : ερώτηση
  • : spirited horse;
  • : anchovy;
  • : a kind of hawk;
  • : pelican;