菇
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            菇 ελληνικός ορισμός
        
            gū
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - μανιτάρι
gū
- μανιτάρι
