孤
孤 ελληνικός ορισμός
gū
- μονήρης
gū
- μονήρης
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 孤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 孤独 (gū dú) : μοναχικός
- 孤立 (gū lì) : απομονωμένος