萰 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

萰 ελληνικός ορισμός

liàn

  • Ampelopsis japonica (creeper with root used in TCM)
  • same as 白蘞|白蔹[bai2 lian3]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αγάπη
  • : Melia japonica;
  • : to prepare a dead body for coffin;
  • : boil raw silk;
  • : full of water; trough;
  • : full of water; trough;
  • : εκκαθαρίζω
  • : πρακτική
  • : Japanese variant of 煉|炼[lian4];
  • : αλυσίδα