炼 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

炼 ελληνικός ορισμός

liàn

  • εκκαθαρίζω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αγάπη
  • : Melia japonica;
  • : to prepare a dead body for coffin;
  • : boil raw silk;
  • : full of water; trough;
  • : full of water; trough;
  • : πρακτική
  • : Ampelopsis japonica (creeper with root used in TCM); same as 白蘞|白蔹[bai2 lian3];
  • : Japanese variant of 煉|炼[lian4];
  • : αλυσίδα

Παραδείγματα ποινών με 炼

  • 我每天早上都去锻炼身体。
    Wǒ měitiān zǎoshang dōu qù duànliàn shēntǐ.
  • 我们非常重视体育锻炼。
    Wǒmen fēicháng zhòngshì tǐyù duànliàn.

Λέξεις που περιέχουν 炼, ανά επίπεδο HSK