葡
葡 ελληνικός ορισμός
pú
- πορτογαλικά
pú
- πορτογαλικά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 僕 : servant
- 匍 : crawl; lie prostrate;
- 圤 : 𢌳
- 濮 : name of a river; surname Pu;
- 璞 : unpolished gem;
- 莆 : place name;
- 菐 : thicket; tedious;
- 菩 : Bodhisattva;
- 蒱 : gambling-game; sedges;
- 蒲 : refers to various monocotyledonous flowering plants including Acorus calamus and Typha orientalis; common cattail; bullrush;
- 酺 : drink heavily; drink in company;
- 镤 : protactinium (chemistry);
Παραδείγματα ποινών με 葡
-
葡萄五元一斤。
Pútáo wǔ yuán yī jīn. -
你买的葡萄有点儿酸。
Nǐ mǎi de pútáo yǒudiǎn er suān. -
我买的水果很多,其中包括葡萄。
Wǒ mǎi de shuǐguǒ hěnduō, qízhōng bāokuò pútáo.
Λέξεις που περιέχουν 葡, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 葡萄 (pú tao) : σταφύλι