破
破 ελληνικός ορισμός
pò
- σπασμένος
pò
- σπασμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 破
-
对不起,我把镜子打破了。
Duìbùqǐ, wǒ bǎ jìngzi dǎpòle. -
这个袋子已经破了,请帮我换一个。
Zhège dàizi yǐjīng pòle, qǐng bāng wǒ huàn yīgè.
Λέξεις που περιέχουν 破, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
破 (pò): σπασμένος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 破产 (pò chǎn) : πτώχευση
- 破坏 (pò huài) : βλάβη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 破例 (pò lì) : κάντε μια εξαίρεση
- 突破 (tū pò) : ανακάλυψη